κακόγλωσσος — ill tongued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόγλωσσος — η, ο αυτός που αρέσκεται στην κακολογία, κουτσομπόλης: Οι φίλες μου είναι κακόγλωσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακογλωσσεύω — [κακόγλωσσος] 1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ 2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον … Dictionary of Greek
κακογλώσσοιο — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογλώσσου — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογλώσσων — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύγλωσσος — η, ο (AM βαρύγλωσσος, ον) ο βραδύγλωσσος νεοελλ. 1. αυτός που βαριέται να μιλήσει 2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσει αρχ. ο κακόγλωσσος … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δυσκέλαδος — δυσκέλαδος, ον (Α) 1. κακόηχος, κακόφωνος 2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek