κακόγλωσσος

κακόγλωσσος
-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόγλωσσος — ill tongued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγλωσσος — η, ο αυτός που αρέσκεται στην κακολογία, κουτσομπόλης: Οι φίλες μου είναι κακόγλωσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογλωσσεύω — [κακόγλωσσος] 1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ 2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακογλώσσοιο — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογλώσσου — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογλώσσων — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύγλωσσος — η, ο (AM βαρύγλωσσος, ον) ο βραδύγλωσσος νεοελλ. 1. αυτός που βαριέται να μιλήσει 2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσει αρχ. ο κακόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δυσκέλαδος — δυσκέλαδος, ον (Α) 1. κακόηχος, κακόφωνος 2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”